απροσπέραστος

απροσπέραστος
η , ο непревзойдённый, недосягаемый, недостижимый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "απροσπέραστος" в других словарях:

  • απροσπέραστος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν προσπέρασε ή δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει, αξεπέραστος: Ο άλλος ήταν απροσπέραστος, όταν πήγε να προσπεράσει κι εκείνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απροσπέραστος — η, ο αυτός τον οποίο δεν μπορούν να προσπεράσουν, ο αξεπέραστος, ο ανυπέρβλητος …   Dictionary of Greek

  • απέραστος — η, ο και απέρ(ν)αγος, η, ο επίρρ. α 1. αδιάβατος: Ύστερα από τη βροχή το ποτάμι ήταν απέραστο. 2. αυτός που δεν πέρασε: Η κλωστή ήταν απέραστη στη βελόνα. 3. απροσπέραστος, ανυπέρβλητος: Φαίνεται πως το εμπόδιο αυτό είναι απέραστο. 4. αυτός που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»